- ὑπείληφεν
- ὑπολαμβάνωtake up by getting underplup ind act 3rd pl (epic doric aeolic)ὑπολαμβάνωtake up by getting underperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεξετάζω — Α εξετάζω, ερευνώ επιπροσθέτως ή περισσότερο («εἰ... δημοτικόν τις ὑπείληφεν τὸ πράους εἶναι τοὺς νόμους, τίσιν τοῡτο προσεξεταζέτω», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek
υποκριτής — ο / ὑποκριτής, ΝΜΑ, θηλ. υποκρίτρια Ν [ὑποκρίνομαι] 1. (στο αρχ. θέατρο) ηθοποιός 2. μτφ. άτομο που κρύβει τα πραγματικά του αισθήματα, που υποκρίνεται, που προσποιείται αρχ. 1. αυτός που ερμηνεύει, που εξηγεί κάτι 2. ονειροκρίτης («μὴ ὀνείρων… … Dictionary of Greek